ξύπνιο
Смотреть что такое "ξύπνιο" в других словарях:
άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… … Dictionary of Greek
ξύπνιος, -ια, -ιο — 1. ο ξυπνητός, αυτός που δεν κοιμάται: Το παιδί είναι ακόμα ξύπνιο. 2. έξυπνος, ευφυής, εύστροφος: Όλα τα παιδιά είναι ξύπνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)